- αντροκαλώ
- (α, ε) μετ. обл раздражать, возбуждать; относиться вызывающе (по отношению к кому-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντροκαλώ — 1. προκαλώ κάποιον σε πάλη, σε μονομαχία 2. (για γυναίκα) προκαλώ ερωτικά τον άντρα … Dictionary of Greek